Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω  

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

φαινόλη, η

     feno΄li    
phenol

     φίνολ    

Ερμηνεία:

Οποιοδήποτε ανάλογο του υδροξυλπαραγώγου του βενζενίου



Ετυμολογία:



Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:

Molecular level biodegradation of phenol and its derivatives through dmp operon of Pseudomonas putida: A bio-molecular modeling and docking analysis. Ray S, Banerjee A. J Environ Sci (China). 2015 Oct 1;36:144-51. doi: 10.1016/j.jes.2015.03.035. Epub 2015 Jul 14.



Συνώνυμα:
καρβολικό οξύ, υδροξυβενζένιο, οξυβενζένιο





 Δείτε σχετικές φωτογραφίες της Google »


© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Ωτορινολαρυγγολόγος, Οδοντίατρος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών


Άλλες λέξεις στην κατηγορία Χημεία: